κεντρότυπος

κεντρότυπος
κεντρότυπος, ὁ (Α)
αυτός που αξίζει να μαστιγωθεί, ο μαστιγίας*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -τυπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. θυρό-τυπος, σταυρό-τυπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεντροτύπος — κεντροτύπος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπάει με κεντρί 2. (κατά τον Ησύχ.) «κεντροτύπος μοχθηρός, φαῡλος ἤ κεντροποιός, πανοῡργος». [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. φαβο τύπος, χαλκο τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ …   Dictionary of Greek

  • κεντροτύπος — striking with a goad masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντροτύπους — κεντροτύπος striking with a goad masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”